κερατένιος

κερατένιος
α, ο
1) рогатый; 2) перен. дьявольский, чертовский; проклятый;

κερατένιο πρόβλημα — чертовски трудная проблема;

κάνει ένα κρύο κερατένιο — чертовски холодно


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κερατένιος" в других словарях:

  • κερατένιος, -ια, -ιο — 1. αυτός που παρουσιάζει δυσκολίες: Είναι ένα κερατένιο πρόβλημα που δε λύνεται. 2. δυσάρεστος: Είναι ένας κερατένιος καιρός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κερατένιος — α, ο [κέρατο] 1. αυτός που έχει κέρατα 2. ο κατασκευασμένος από κέρατα 3. αυτός που παρουσιάζει δυσκολίες, δυσχερής («δεν μπόρεσα να απαντήσω σ αυτές τις κερατένιες τις ερωτήσεις») 3. δυσάρεστος, ενοχλητικός («την κερατένια τη βροχή δεν λέει να… …   Dictionary of Greek

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»